- συντιμώ
- -άω, Α [τιμῶ]1. τιμώ συγχρόνως ή ομοίως2. μέσ. συντιμῶμαι, -άομαιορίζω, καθορίζω («συνετιμήσανθ' ὑπὲρ ἐμοῡ ταύτην τὴν εἰσφοράν», Δημοσθ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συντίμησις — ήσεως, ἡ, Α [συντιμῶ] εκτίμηση αξίας … Dictionary of Greek